......
Όλα γυρίζουνε τόσο γλυκά γύρω μου. Μια ζάλη που χτυπά την καρδιά και το μυαλό. «Σ’ αγαπώ» λέω και αυτή τη φορά το πιστεύω. Και ξέρω ότι με αγαπάς κι εσύ. Αλλά με έναν τρόπο που δεν είμαι σε θέση ακόμα να καταλάβω. Μιλάω με γρίφους. Με κοιτάς και γελάς. Τι όμορφα μάτια που έχεις. Το φεγγάρι τα κάνει να φωτίζουν περισσότερο απ’ όσο μπορώ να αντέξω. Μια ζωή μας περιμένει ακόμα μπροστά. Ο πολυπόθητος έρωτας επιτέλους ήρθε. Πήρε σάρκα και οστά. Και συναντήθηκε στα μάτια σου. Τα όμορφα μάτια που φοράς. Γελάς δεν σταματάς να με εκπλήσσεις, οι κινήσεις του σώματός σου, έρχονται σε συμφωνία με το όλο τοπίο. Έχω ανάγκη από καινούριες παραστάσεις και μου τις χαρίζεις τόσο απλόχερα. Μια κινητή ανάμνηση. Μια ευχή και μια κατάρα. Ένα ναι και ένα μεγάλο όχι. Μια μεγάλη αλήθεια που βγήκε μέσα από ένα ψέμα. «Σ’ αγάπησα» λέω και αυτό είναι ακόμα πιο δυνατό από το προηγούμενο. Το παρελθόν φαίνεται να κέρδισε το παρόν. Αλλά ακόμα έχω την ανάγκη σου. Γιατί ένα κομμάτι μου ακόμα σε αγαπά και ένα άλλο σε μισεί. Με χώρισες, με δίχασες. «Σ’ αγάπησα» και αυτό ήταν η ευχή μου. «Με δίχασες» και αυτή είναι η κατάρα μου. Τώρα είσαι μακρυά. Δεν θέλω να σε ενοχλήσω άλλο. Δεν θέλω να ξυπνήσω τα τέρατα μέσα μου. Μια γλυκιά ανάμνηση με ακολουθεί. Σου έχω δώσει μια υπόσχεση και δεν σκέφτομαι να την αθετήσω. Αλλά μετά από αυτό δεν ξέρω εάν θέλω ακόμα να συνεχίσω. «Με δίχασες» και αυτή είναι η κατάρα μου. Πρέπει να συνεχίσω. Το ξέρεις. Γι αυτό άλλωστε γελάς. Γιατί ξέρεις. Αλλά εγώ δεν θέλω να το παραδεχτώ. Η υπόσχεση είναι υπόσχεση. Είμαι πιο μπερδεμένος από πριν. Αλλά ακόμα και τώρα, «Σ’ αγάπησα» και ίσως αυτό και να ήταν η ευχή μου. Ξέρεις ότι μιλάω σε εσένα. μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται. Προσπαθώ, αλλά η λήθη δεν είναι τόσο δυνατή. Δεν μπορεί να κερδίσει την καρδιά. Κανένας δεν μπορεί. Νέα πρόσωπα, νέες καταστάσεις. Το παλιό συναντιέται με το καινούριο. Και όλα μπερδεύονται τόσο γλυκά. Το άρωμά σου, το όπιό μου κυλά γοργά στις φλέβες μου. Φτάσαμε μέχρι το φεγγάρι. Και από εκεί είδαμε καινούρια πράγματα. Αλλά η υπόσχεση είναι υπόσχεση. Θα σε δω. Και από εκεί και πέρα ας αλλάξουνε οι δρόμοι μας. Αλλά η υπόσχεση είναι υπόσχεση. «Σ’ αγαπώ» λέω, και τώρα δεν ξέρω που να στραφώ… Κοιτάω μπροστά, βλέπω το μέλλον να με καρτερά. Κοιτάζω πίσω. Βλέπω το παρελθόν να με αναζητά. Κοιτάω το τώρα. Βλέπω το παρόν να αγωνιά. Κοιτάζω πάνω. Βλέπω τα αστέρια να μου χαμογελούν. Και το φεγγάρι προσπαθεί να εξαφανιστεί από τα μάτια μου. Είναι θυμωμένο, είναι κόκκινο. Χαμογελώ. «Πάλι θα αρχίσω να μιλώ με γρίφους» μια τελευταία κραυγή. Μια απόγνωση. Και ξαφνικά, όλα! Παρελθόν, παρόν και μέλλον με κοιτάνε. Και περιμένουν μια απόφαση. «Εξακολουθείς να παίζεις με γρίφους» κοιτάζω και πάλι πάνω. Τα άστρα εξακολουθούν να μου χαμογελούν. Τους ανταποδίδω το χαμόγελο. Το φεγγάρι εξαφανίστηκε. Δεν άντεξε και κρύφτηκε. Κάτι μεγάλο ετοιμάζεται. Ένας καταιγισμός συναισθημάτων. Κι εγώ στη μέση. Ανάμεσα τους. Ανάμεσα σε τρεις άγρυπνους φρουρούς. Παρελθόν-Παρόν-Μέλλον. Κι εσύ, εξακολουθείς να με κοιτάς. Και να γελάς. Ξέρεις. Πότε άραγε θα μάθω κι εγώ; «μη χαθείς» Μόνο αυτό μου λές. Αλλά εγώ έχω ήδη χαθεί. Οι φρουροί έχουν γίνει ακόμα πιο επίμονοι, σχεδόν προστακτικοί. Μα το ηλιοβασίλεμα είναι μια πτυχή της ημέρας. Ένα τέλος, μια αναγέννηση. Πάντα προτιμούσες το φεγγάρι. Το παραπλανητικό του φως σε μάγευε. Έχω ανάγκη από εσένα. από την χαρά που μου δίνεις όταν σε κοιτάζω, το αίσθημα της πληρότητας που μου προσφέρεις. «Με δίχασες» αλλά δεν ξέρω τι να επιλέξω. Ευχή η κατάρα; Προτιμώ να σε αφήσω για πάντα μαζί με το παρελθόν που περιμένει μια απάντηση. Αλλά εσύ έχεις τυφλώσει το παρόν και μαγέψει το μέλλον. Νίκησες τους φρουρούς μου. Αλλά μένει ακόμα ένα κάστρο. Θυμάσαι; Μια μάσκα φόραγες τότε. Κι όμως πίσω από τη μάσκα κατάφερα να διακρίνω τα λεπτά σου χαρακτηριστικά. Και να ξεκλειδώσω τι πόρτες του παραδείσου. Αλλά δεν ήσουν μέσα. Να η κατάρα, πάλι μπροστά μου. αλλά σε έχω ανάγκη. Εσύ ξέρεις, εσύ κάπου μέσα σου έχεις ήδη διαβάσει αυτά που γράφω. Κι ας μιλάω με γρίφους. Εσύ καταλαβαίνεις. Γι’ αυτό άλλωστε γελάς! Ή μήπως κατά βάθος κλαις; Θα μπορούσα να σου χαρίσω τα πάντα. Αρκούμαι στην υπόσχεση. Ελπίζω να την θυμάσαι. Το παρελθόν παίρνει το δρόμο του αποχωρισμού. Το μέλλον ξεκινάει για καινούρια μέρη. Και το παρόν μένει εδώ να μου κάνει παρέα. Κι εσύ προχωράς. Μπαίνεις μέσα στη θάλασσα με βήμα ταχύ. Δεν θέλεις να σε δω να κλαις. Αλλά εγώ σε έχω ήδη δει. Κάπου εκεί μέσα, στον παράδεισο σε είδα να κλαις. Κι ας μου λέγανε πως δεν ήσουν μέσα. Προτίμησες να κρυφτείς. «Μακάρι να μπορούσαμε να αλλάξουμε καταστάσεις. Αλλά ίσως εάν αλλάζαμε τις καταστάσεις να μην συνέβαιναν όσα συμβαίνουν τώρα.» Αυτό το τελευταίο πάει εν μέρει σε εσένα. Γιατί εσύ προσπάθησες, μάλλον προσπαθήσαμε να αλλάξουμε καταστάσεις. Αυτό πηγαίνει και κάπου αλλού… Το Μέλλον αρχίζει να απομακρύνεται και πάλι. Είναι ευχαριστημένο με τις αποφάσεις μου. Έτσι νομίζει. Αλλά εγώ δεν έπαψα ποτέ να μιλάω με γρίφους. Δεν σε ξεχωρίσω πια από μακρυά. Έγινες ένα με την θάλασσα που τόσο αγαπώ. Κάποια μέρα θα επιστρέψεις. Αλλά τότε τα τέρατα θα έχουν εξημερωθεί. Και οι φρουροί δεν θα κάνουν την εμφάνισή τους. Και όλοι μαζί θα απολαύσουμε το γνωστό πλέον αλλά τόσο θελκτικό, παραπλανητικό φως του φεγγαριού…
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα μ’ακούς
Το χαμένο μου το αίμα και το μυτερό, μ’ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι πού τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ακούς
Σ’αγαπώ, μ’ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σού φορώ
Το λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ’ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πάς και ποιός, μ’ακούς