Παρασκευή 13 Απριλίου 2007

Αμέσως τώρα πια....

Όλα ξαφνικά μια μέρα θα φύγουν. Και εμένα δεν θα με ρωτήσει ποτέ κανένας εάν ήθελα να καταλήξουμε σε αυτό το σημείο ή αν το διάλεξα. Κάπως έτσι κύλησε η ζωή μου μέχρι τώρα. Είμαι σαράντα πέντε ετών και αναζητώ την χαμένη μου νιότη και τα όνειρα που πήγαν χαμένα ανάμεσα σε κυκεώνες επαγγελματικούς και ευχαριστήσεις των άλλων. Φωνάζω! Φωνάζω στη μέση του πλήθους , μα κανένας δεν με ακούει, κανένας δεν ενδιαφέρεται! Κανένας δεν υπάρχει για εμένα! Και το χειρότερο είναι ότι το ήξερα όταν άρχισα, ότι σιγά σιγά κάτι τέτοιο θα με καταστρέψει. Ότι ακολουθώντας αυτόν τον δρόμο θα χάσω τους φίλους μου και αυτούς που με αγαπούν…


Το τίμημα ήταν πολύ βαρύ, αλλά τότε δεν μπορούσα να το συλλάβω. Τώρα που είμαι σε θέση και έχω άπλετο χρόνο να το καλοσκεφτώ, ποτέ δεν θα ακολουθούσα τον δρόμο που ακολούθησα μέχρι τώρα. Κι όλα θα φύγουν. Όλα θα εξαφανιστούν μια μέρα και δεν θα με ρωτήσει ποτέ κανένας εάν εγώ ήθελα να γίνουν έτσι τα πράγματα. Μα γιατί να με ρωτήσει; Στο κάτω κάτω της γραφής, εγώ ήμουν αυτός που το επέλεξε! Ας ήμουν σε θέση να αποφύγω την αυτοκαταστροφική τάση που με είχε κυριεύσει.

Όλα ξεκίνησαν, γύρω στα τριανταπέντε χρόνια πίσω. Όταν ο μικρός μου εγκέφαλος, άρχισε να γίνεται μεγαλύτερος, και τα μικρά, καθημερινά και απλά πράγματα που μου συνέβαιναν τότε, άρχισαν να γίνονται όλο και πιο πολύπλοκα. Σε όλους τους τομείς σε όλα τα θέματα. Και ο χρόνος κυλούσε αδυσώπητα. Και οι υποχρεώσεις όλο και πλήθαιναν και κόντευαν να με πνίξουν. Μα πάντα, πάντα είχα ένα μικρό παραθυράκι για να ξεφεύγω από όλα αυτά. Ένα μίτο που η Αριάδνη δεν σταματούσε ποτέ να φτιάχνει και να με ξελασπώνει κάθε στιγμή.

Όταν έχεις πολλά πράγματα να κάνεις μέσα στη ζωή σου, ο χρόνος αρχίζει και κυλάει με διαφορετικούς ρυθμούς από μπροστά σου. Εσύ γίνεσαι απλώς ένας θεατής που παρακολουθείς τα γεγονότα να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια σου, χωρίς να μπορείς να επέμβεις, τουλάχιστον έτσι νομίζεις. Έτσι λοιπόν, από τα δέκα, φτάνουμε στα δώδεκα. Τώρα πλέον αρχίζω και καταλαβαίνω, ότι ο ρόδινος κόσμος που μέχρι τότε νόμιζα ότι ζω, έχει πολλά αγκάθια και μελανά σημεία. Ο παράδεισος είναι πολύ μακρυά απ όσο νόμιζα ότι είναι και η ζωή πλέον σταματάει να μου χαρίζεται. Τα παραθυράκια πλέον λιγοστεύουν, σχεδόν εξαφανίζονται! Αλλά εγώ ακόμα απολαμβάνω αυτές τις μικρές πολυπόθητες στιγμές ανάμεσα στους αιώνες που αισθάνομαι ότι ζω μέσα στους βάλτους της ζωής.

Στα δεκατρία μου, αισθάνομαι αυτό που οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες έχουν προσπαθήσει να το απαθανατίσουν σε πίνακες, τραγούδια, γλυπτά και κάθε άλλο είδος τέχνης, αλλά δεν τα έχουν καταφέρει ούτε στο ελάχιστο. Τον έρωτα. Τον βρήκα στα μάτια της Ελένης. Της ομορφότερης κοπέλας του σχολείου μας. Ήταν καινούρια στην γειτονιά, αλλά κι εμείς ήμασταν καινούριοι σε έναν νέο κόσμο που λέγεται γυμνάσιο. Έτσι δεν ήταν πολύ δύσκολο να εγκλιματιστούμε και οι μεν και η δε. «Τα φτιάξαμε» ένα μήνα μετά την έναρξη του σχολείου και κράτησε αυτή η σχέση δύο χρόνια. Ήταν πανέμορφη. Ξανθιά, με μάτια που καθρέφτιζαν τα χρώματα του Αιγαίου, σε πλήρη αγαλλίαση και λιακάδα του Αυγουστιάτικου μεσημεριού. Βαθύ μπλε. Και η ματιά της ήταν ακόμα πιο διαπεραστική. Δυστυχώς, οι μέρες, ή μάλλον τα χρόνια, της ευτυχίας πέρασαν πολύ γρήγορα. Καθώς όταν είσαι ευτυχισμένος, ο χρόνος κυλάει πολύ πιο γρήγορα από ότι όταν είσαι πλεγμένος μέσα στις έννοιες. Η έφηβη πλέον Ελένη, έφυγε από την μικρή μας γειτονιά. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και έπαιρνε κάθε δύο χρόνια μετάθεση για άλλο μέρος. Για τα Γιαννιτσά, μου είπε την τελευταία μέρα που την συνάντησα, καθώς μου το έκρυβε σχολαστικά «για να μην στεναχωρηθώ» όπως μου είπε εκ των υστέρων. Μια μπόρα είχε ξεσπάσει μέσα στα βαθυγάλανα νερά των ματιών της, όταν μου το ανακοίνωσε. «Φεύγω» και ένα δάκρυ κύλησε καυτό στο μάγουλό της. «Σήμερα με παίρνουν από κοντά σου. Με πηγαίνουν σε ένα άλλο μέρος πολύ μακρυά από εδώ. Μακρυά από εσένα»… Πρέπει να με αγαπούσε πραγματικά. Δεν θα μπορούσα να πω ότι ίσχυε το ίδιο και από την πλευρά μου. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή ήμουν πάρα πολύ ερωτευμένος μαζί της. Καθώς όμως ο καιρός περνούσε, εγώ ήθελα να ολοκληρώσουμε την σχέση μας. Εκείνη πάλι δεν πίστευε ότι είχε έρθει ακόμα η κατάλληλη ώρα. Έτσι με έφερνε συνεχώς προ τετελεσμένου γεγονότος, χωρίς να με αφήσει ποτέ να προχωρήσω. Δε με ευχαριστούσε πλέον, οι φίλοι μου άρχισαν να μου κάνουν καζούρα. «Τι την έχεις την γκόμενα εάν δεν σου κάθεται;». «Παράτα την να δεις πως θα τρέχει από πίσω σου»! μα ο εγωισμός μου δεν με άφηνε να προχωρήσω χωρίς να έχω τελειώσει αυτό που άρχισα. Έτσι, άρχισαν τα ψέματα στους φίλους μου.

Πήγα μια μέρα φαρδύ πλατύς στην πλατεία, φόρεσα το καλύτερό μου χαμόγελο και τους έσκασα την βόμβα: «Παιδιά, έγινε»! κραυγές θαυμασμού και επιδοκιμασίας ακούγονταν στον αέρα. «Σώπα ρε φίλε, την κατάφερες; Πως ήταν; Σου άρεσε;» ήταν μερικές από τις ερωτήσεις που μου έκαναν. Εγώ έβαλα την φαντασία μου να δουλέψει και τους απαντούσα όσο πιο πειστικά μπορούσα. Και η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν είχε γίνει τίποτα με την Ελένη, μόνος μου ικανοποιούμουν για πολύ καιρό, ακόμα και όταν εκείνη έφυγε.

Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στους φίλους μου, αλλά εκείνοι φαίνεται πως είχαν μια άλλη άποψη επί του θέματος. Με αυτή την πρόφαση, ξεκίνησαν να κάνουν σχέσεις με άλλες κοπέλες και στο τέλος, εγώ που υποτίθεται πως ήμουν ο πρωτοπόρος, είχα μείνει ο μόνος που δεν είχα πάει ακόμα με κάποια γυναίκα. Και όλοι σιγά σιγά να έρχονται και να μου λένε: «Πόσο δίκιο είχες ρε φίλε!». «είναι υπέροχο κι εγώ το φοβόμουν». Είχα φτάσει σε σημείο παράνοιας καθώς όλο και περισσότεροι έρχονταν να μοιραστούν με εμένα, την εμπειρία τους.

Τελικά, ο μόνος χαμένος της υπόθεσης ήμουν εγώ, όταν αρκετό καιρό μετά την αποχώρηση της Ελένης, είχαμε μαζευτεί μεγάλη παρέα και ανάμεσά τους, και οι πρώην φιλενάδες της Ελένης, όταν ούτε που θυμάμαι πως πήγε εκεί η κουβέντα, ήρθαμε στο επίμαχο θέμα. «Άντε ρε συ Πέτρο, πότε θα ξεχάσεις πια την Ελενίτσα; Έχει πόσο καιρό που έφυγε κι εσύ δεν έχεις κάνει τίποτα από τότε! Μην μου πεις ότι το γύρισες στην μαλακία;». Αυτό ήταν. Η βόμβα είχε πέσει και ήταν αδύνατο να μην με πάρουν τα θραύσματα. Με το που το άκουσε αυτό η Πηνελόπη, αμέσως μια τρομακτική έκφραση θυμού είχε αντικαταστήσει το γλυκύτατο πρόσωπό της –και μάλιστα με αυτή σκεφτόμουν να κάνω κάτι- ,σηκώθηκε πάνω καθαρά προσβεβλημένη για την φίλη της, και έφυγε από το τραπέζι. Εγώ χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι, είχα παγώσει από αυτά που είχε ξεστομίσει ο Αλέξης, ύστερα από πέντε λεπτά σηκώθηκα και έτρεξα πίσω από την Πηνελόπη.

«Περίμενε ρε Πηνελόπη, να σου εξηγήσω! Δεν είναι αυτό που νομίζεις!» «και τότε τι είναι ρε! Που είχες ξεφτιλίσει την φιλενάδα μου, που της το έλεγα ότι την έχεις κάνει περίγελο και ότι περηφανεύεσαι παντού για το πουλί σου, κι εκείνη η χαζή δεν ήθελε να το πιστέψει! Πίστευε πως ήσουν διαφορετικός από τους άλλους! Αλλά που να το μάθει! Να δούμε τι θα της πεις τότε!». «Εσύ τι πίστευες για μένα Πηνελόπη;». ήταν μια καίρια ερώτηση, τοποθετημένη την κατάλληλη στιγμή στην συζήτηση. Ήξερα ότι από το γυμνάσιο με γούσταρε πολύ αλλά ποτέ δεν έκανε τίποτα για να μην πληγώσει την κολλητή της. «Κι εγώ πίστευα ότι ήσουν διαφορετικός από τους άλλους. Αλήθεια το πίστευα. Αλλά…τώρα….δεν ξέρω τι να πιστέψω.». τα λόγια της άρχισαν να έχουν μεγάλες παύσεις που δήλωναν την αμηχανία της». «Και ίσως να είμαι Πηνελόπη μου. Εγώ σεβάστηκα την φίλη σου και δεν την άγγιξα ποτέ μου. Ποτέ δεν πέρασα το όρια μαζί της. Αλλά δεν άντεχα την καζούρα των άλλων. Κατάλαβε κι εμένα. Ένα μικρό ψεματάκι της είπα». Η Πηνελόπη εκείνο το βράδυ, ήταν πιο εκθαμβωτική από ποτέ. Φορούσε ένα υπέροχο λευκό φόρεμα με σανδάλια που αναδείκνυαν την φυσική της ομορφιά. Έμοιαζε αρχαία Ελληνίδα Θεά. Ο αέρας φυσούσε και παρέσυρε το φόρεμά της, δημιουργώντας το καλλίγραμμο σώμα της. Κι εκείνη τη στιγμή ήταν εντελώς ανυπεράσπιστη μπροστά μου. Αυτή η σκέψη και μόνο με είχε ερεθίσει αφάνταστα. Πλησίασα σιγά και της έδωσα ένα φιλί στο στόμα. Εκείνη αντιστάθηκε νοερά για λίγο στην αρχή, αλλά δεν άργησε να υποκύψει. Κανείς δεν είπε τίποτα. Τρέξαμε και οι δύο κατευθείαν στο σπίτι της όπου οι δικοί ης έλειπαν σε ταξίδι. Εκεί, έγινε δική μου. Και πάλι θεωρούσα τον εαυτό μου δυνατό και κερδισμένο και σε αυτήν την μάχη. Επιστρέψαμε μετά από μιάμιση ώρα στην παρέα καθαρά ανανεωμένοι και οι δύο. Κανένας δεν κατάλαβε απολύτως τίποτα. Εγώ όμως ήξερα. Κι εκείνο μου έφτανε. Τώρα όμως που το σκέφτομαι ξανά, φέρθηκα πάρα πολύ άτιμα και εγωιστικά. Τα λάθη λοιπόν, είχαν ξεκινήσει από τότε. Γιατί από τότε έπαιρνα ό,τι ζητούσα χωρίς μεγάλη δυσκολία. Ίσως η μόνη κοπέλα που θα έπρεπε να αγαπήσω πραγματικά, να ήταν η Έλενα. Μόνο αυτή κατάφερε να μου αντισταθεί και να μην ενδώσει…

Οι κρυφές συναντήσεις μου με την Πηνελόπη συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος του λυκείου. Παράλληλα είχα και άλλες σχέσεις με κοπέλες, αλλά η παρανομία, όπως λένε, είναι πάντοτε πιο γλυκιά. Εκείνη, εκείνη δεν έλεγε τίποτε. Ήξερε. Δεν το κρατούσα κρυφό. Ποτέ όμως δεν αναφέρθηκε σε αυτό το θέμα. Της έφτανε και μόνο που της έδινα σημασία. Αλλά στην πραγματικότητα, δεν της άξιζα. Ή μάλλον, της άξιζα ολόκληρος και να μην με μοιράζεται με καμία. Από την στιγμή όμως που μου δόθηκε χωρίς καμία αντίσταση, το είχε χάσει το παιχνίδι. Δεν μπορούσα να την εκτιμήσω τότε. Δεν μπορώ να πω ότι συμβαίνει το ίδιο και τώρα. Με αγαπούσε και εκείνη. Εγώ όμως ποτέ δεν έβλεπα αυτό που φωτοβολούσε στο ένα μέτρο δίπλα μου, κάθε φορά που βγαίναμε μαζί βόλτα.

Οι εξετάσεις τελείωσαν και πέρασα στην Αθήνα, στο οικονομικό πανεπιστήμιο. Οι γονείς μου με έστειλαν με μεγάλη χαρά. Θα είμαι ο πρώτος πανεπιστήμονας στην οικογένεια και όλοι το διατυμπάνιζαν και χαίρονταν, λες και ήταν επιτυχία δική τους. Εγώ για να πω την αλήθεια, θα προτιμούσα μια καλλιτεχνική σχολή. Μου άρεσε πολύ η ζωγραφική. Περνούσα ώρες ατελείωτες στην σοφίτα του δωματίου μου, που την είχα διαμορφώσει σαν ατελιέ. Αλλά αφού πέρασα εκεί, εκεί θα πήγαινα. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα παραθυράκια που μου είχαν ανοιχτεί ποτέ. Να φύγω από το σπίτι μου και να πάω να μείνω μόνος στην μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας. Χωρίς δεύτερη σκέψη λοιπόν πήγα. Βρήκαμε ένα ωραίο διαμερισματάκι στο κέντρο της πόλης, αλλά σε ένα ήσυχο σχετικά σημείο. Από εκεί και πέρα, ξεκινάει η φοιτητική ζωή μου.

9 σχόλια:

marilia είπε...

Ωραίο κείμενο!

Καλησπέρα!

Ηλιας....Just me! είπε...

Σ' ευχαριστώ πολύ, αλλά σκέφτομαι να το διαγράψω...

marilia είπε...

Δικό σου είναι το... σπιτικό, αλλά γιατί να ξεκρεμάσεις ένα όμορφο πίνακα από τον τοίχο του; ;)

Καληνύχτα!

candy's τετραδιάκι είπε...

Hλια μου..
Ζησε την νεοτητα σου...
Απολαυσε τα φοιτητικα σου χρονια..
Γιατι δυστηχως δεν γυρνουν ποτε πισω.

Μη κουραζεις το μυαλουδακι σου!
Εισαι τοσο νεος..

Φιλια πολλα!
Την καλημερα μου!

Ηλιας....Just me! είπε...

Marilia @

Μαριλία μου πιστεύω ότι έχω να δώσω πολύ καλύτερα από αυτό... Αλλά και πάλι αυτό είναι η γνώμη μου....

Candy @

Candy μου μην μου στεναχωριέσαι, δεν νοιώθω έτσι όπως γράφω, αυτό το κείμενο το έχω γράψει εδώ και καιρό επηρεασμένος από ένα βιβλίο που είχα διαβάσει! Σε καμια περίπτωση δεν με εκφράζουν ακόμα τουλάχιστον! :D Τις καλημέρες μου! Η μάλλον τις καλησπέρες μου πλέον!

marilia είπε...

Φυσικά και έχεις καλύτερα από αυτό να δώσεις! Έτσι είναι ο άνθρωπος. Μεγαλώνει και ωριμάζει. Και φαίνεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Σαφώς και στα γραπτά του. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι τα παλιά τα πετάμε! ;) Αν ήταν έτσι, έπρεπε να σκίζω και να πετώ τα γραπτά των μαθητών μου!!!!

Τέλος πάντων. Κάνε όπως αγαπάς. Εγώ θα περιμένω κι άλλα ποστ, όποτε βρίσκεις χρόνο. ;)

Ηλιας....Just me! είπε...

MArilia @

Ναι, από αυτήν την άποψη δεν έχεις άδικο... Οπότε παραμένει μετά την δική σου παραίνεση! :D

Ανώνυμος είπε...

Ηλία γράφεις ωραία κείμενα , μου άρεσε και το απόλαυσα .

Ηλιας....Just me! είπε...

trelofantasmenh@

Στο μέλλον τρελοφαντασμένη μου πιστεύω ότι θα δώσω πολύ καλύτερα δείγματα από αυτό. (Είδες και την εν λογω συζήτησή μου με την Μαριλία) Αλλά εδώ θα είμαστε (ελπίζω) και θα το κρίνετε όπως κρίνετε όμορφο και αυτό!